Tuesday, September 30, 2008

Καταδικασμένη

Ξέρω...

η ανάσα μου θ’ αρχίσει να θεριεύει

και κανείς τα λόγια μου δε θα γνωρίζει

γιατί δε βγαίνουν με τη φωνή.

Η φωνή είναι για τους αντρειωμένους

γι’ αυτούς που έχουνε ψυχή.

Κι εγώ προτιμώ να καώ και ν’ αφανιστώ

να ζήσω σε μια άλλη χώρα.

Και προτιμώ να μένω μοναχή

ακόμα και μες στον κόσμο.

Δεν ξέρω γιατί το μυαλό μου πονάει τόσο πολύ.

Δεν ξέρω αν μ’ ενδιαφέρει.

Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Η θλίψη αυτή που κατοικεί αρέσκεται να μένει.

Και τρώει τα πάντα μέσα στο μυαλό.

Ακόμα και τα λόγια.

Ακόμα και τον τρόπο που μπορώ να καταλαβαίνω.


Αρχίζω απ’ την αρχή κάθε φορά

και πάντα νιώθω να τελειώνω.

Και πάντα βλέπω πως τελειώνω.

Και θέλω να μη φαίνομαι

ίσως να μην υπάρχω.

Και πάντα θέλω να βυθίζομαι

να βγαίνω σαν βγαίνουν τα μωρά.


Και τίποτα

καμιά αγάπη δεν μπορεί να μ’ αγαπήσει.

Η δική μου η αγάπη δεν μπορεί να με αντέξει.

Η δικιά μου η ζωή δεν μπορεί να με αντέξει.

Κανείς δεν αναζητάει τη μορφή μου

κι εγώ φοβάμαι να βγω απ’ τη μοναξιά μου

και ν’ αντέξω στην κρίση και στην απογοήτευση

όλων των επίγειων παραδείσων.


Κρυφά

Όλα γίνονται κρυφά.

Κι εσύ που έχεις τα μάτια για ν’ αντικρύσεις το μοιραίο

τα κλείνεις.

Επικαλείσαι άλλους θεούς

μοναδικούς, αλλιώτικους

και μακρινούς που θα ακούσουν τη σιωπή σου.

Θα σου γελάσουν.

Θα σου γελάσουν.

Κι εσύ με μάτια κλειστά θα χαθείς πάλι.

Θα χαθείς πάλι.


Και κλαίω σιγά τα βράδια

μήπως μ’ ακούσει αυτός ο άλλος

που κατοικεί μέσα σε μένα.

Αυτός που ξέρει όλες τις λύσεις

μα το μόνο που έχει να μου πει

είναι τίποτα.

Μου χαμογελάει

μ’ ένα παράξενο χαμόγελο

και ξέρω πως τα ξέρει όλα.

Και τα όλα είναι το χαμόγελο.


Μα η ψυχική κούραση εξουθενώνει τη ματιά μου

και το μόνο που θέλω είναι να είμαι λεύθερη

μα ο εαυτός μου δε μ’ αφήνει

γι’ αυτό το μόνο που θέλω είναι ο θάνατος

μ’ αυτός δε θα με θέλει

θα με πετάξει κι αυτός χαμηλά

και θα πει:

Είσαι καταδικασμένη να είσαι.


Μα εγώ δε θέλω να είμαι.

Εγώ θέλω να μην είμαι.

Αυτό που κάνω είναι νεκρό κι ανούσιο και ψέμα

γι’ αυτό θα δώσω το σπαθί στα χέρια του αθάνατου ανθρώπου

και θα του πω να το ζεστάνει στην καρδιά μου

και να λυώσει όλο το αίμα που με κάνει να υπάρχω.


Κι ύστερα δεν μπορώ άλλο.

Δεν μπορώ, δεν μπορώ σας λέω.

Αλλά ποτέ η φωνή δεν ακούστηκε.

Ό,τι έγινε ποτέ δεν έγινε αληθινά

γιατί στη σκέψη ήταν όλα τους

όλα στο όνειρο.

Και ποτέ δεν κοίταζα όταν ήθελα να κοιτάξω.

Ποτέ δε μίλησα όταν ήθελα να μιλήσω.

Κι όταν αγάπησα όλοι με μίσησαν.

Και μού ‘παν:

Τι κάνεις πάλι; Πάλι γελιέσαι.

Μα ποιον να γελάσω εκτός από μένα;

Ποιον να σκοτώσω

να καταστρέψω

να μην τον πονέσω...


3 comments:

george said...

Condemned to be but...at least beyond the possibility of understanding..
κι αυτό είναι το δώρο..

να είσαι πάντα μεθυσμένη που λέει και ο ποιητής, έτσι είναι σα να είσαι χωρίς να είσαι κι ωστόσο είσαι πιο πολύ
σε μια άλλη παραλλαγή του εαυτού σηκώνεσαι ένα πρωί κι αντι να θες να εξαφανιστείς από ένα κοσμικό πεδίο μες το οποίο υποχρεώουσαι να υπάρχεις, κοιτάς το ρολόι, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, η ενατένιση ανακαλύπτεις -ψηλότερη απ' το μέτρο σου- δεν ωφέλησε και πολύ, ο χρόνος αρχίζει να σε στενεύει και καταλαβαίνεις πως κάποτε το αυτονόητο αντιστρέφεται και τίποτα δεν είναι πλησιέστερο από την ανυπαρξία

Kallioph said...

Ένας κλασικός φόβος ζωής...

η ανυπαρξία είναι ένα αίσθημα μάλλον λίγο δύσκολο για έναν άνθρωπο που υπάρχει... εντελώς ακατανόητο...

george said...

Το να παίρνεις θέση απέναντι στο υπαρξιακό δεν είναι όπωσδήποτε φόβος
Όπως κι ο ναρκισσισμός δεν είναι οπωσδήποτε αυξημένη αυτοπεποίηθηση