
πέρασαν απ’ το ηλιοβασίλεμα στον θάνατο
ούτε για μια στιγμή δεν έπιασαν μελάνι
Στα κρύα χέρια τους αρμενίζουν
τις διχαλωτές ανάσες των βουβών χίμαιρων
Κι η μοναξιά τους η πατρίδα τους
κι ο θάνατός τους σαν λουλούδι ανυπεράσπιστο
Καθώς αναμειγνύω μέσα μου τις σκοτεινές μορφές
του χρόνου
και προσπαθώ να πλανηθώ και τ’ άλλο
να προφτάσω
Και δίχως τη φωνή σου θα παρανομώ!