Showing posts with label 1999. Show all posts
Showing posts with label 1999. Show all posts

Saturday, July 19, 2008

Με τα μάτια σου


Κι ας μην είσαι εδώ
είσαι
Κι ας μην υπάρχει
υπάρχει
Δες με τα κυάλια
Κοίτα προσεκτικά
Δες τις φωτιές, τους καπνούς
Μύρισε με τα μάτια σου τον αέρα
και θα τα καταλάβεις όλα.
Θα μπορέσεις μακριά να ταξιδέψεις
μόνο αν περιπλανηθείς κι εξερευνήσεις
το μέρος μέσα σου.

Friday, October 5, 2007

Ακόμα με ψάχνουνε


Άνοιξα την πόρτα και ήρθε μία θάλασσα.

Μπήκα μες στη θάλασσα και πνίγηκα.


Και μετά ήρθε ένα σκυλόψαρο και μ’ έφαγε.

Ακόμα με ψάχνουνε.


Friday, June 15, 2007

Ζωή


Φίλοι που μ’ανταλλάξατε

Φίλοι που με πετάξατε

Άγνωστοι φίλοι δεν θα μ’ έχετε

Ζωή

Αχ, ζωή που με ταίριαξες να προχωρώ τον δρόμο τον ψηλό

για ν’ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά

Να κατεβαίνω κι από τα κόκκαλα των πιο παλιών ανθρώπων

πιο χαμηλά.

Κι οι δρόμοι που γυρνώ

αντιγραφές από βιβλίο πολυδιαβασμένο.

Και η μορφή σου η σκοτεινή

το φως απλώνει σ’ όλη τη γη

Και τα δάχτυλά σου που κρατώ

παιδιά μου θυμίζουν που παίζουν σκυφτά.

Κι όλοι οι άνθρωποι

Αχ, πώς κοιτούν

Και τι κοιτούν;

Αχ, άδεια η ζωή μου

Και καθώς προχωρώ πιο άδεια ακόμα

Τρύπα θα γίνει

Σε λίγο θα πέφτει όλο το ψέμα μέσα

όλη η λύπη

Όλη η λύπη θα πέσει μέσα.

Μα εγώ πού είμαι;

Γεννιέμαι απ’την λύπη

Γεννιέμαι απ’τα χάδια

Ζητάω κρεβάτια ξεκούραση να δώσω στην ψυχή μου

που τρέχει και τρέχει

που αφήνει και βρίσκει

που βρίσκει και διώχνει

που διώχνει να ‘ναι μόνη

γιατί εκεί την περιμένουν οι φωνές

εκεί είναι οι φίλοι οι χαμένοι

στης μοναξιάς το δύσκολο φιλί

στης ερημιάς τους φωτεινούς γιορταστικούς της δρόμους

Και σαν γριές άφοβες πια να νικηθούν

Και σαν τσιγάρα που καίγονται καίγοντας τις θυσίες.

Σαν τις θυσίες που πρέπει να προσφέρεις για ζωή

Και σα ζωή που καρτερεί για μόνο δώρο το χαμό.

Αχ, ζωή.

Ζωή.

Που κρέμεσαι απ’ τα λόγια μας

κι όχι απ’τις ματιές μας

Που ψάχνεις κάπου να κρυφτείς

όχι στις αγκαλιές μας

Μα σαν η μνήμη μου ξυπνά

ζωή φωνάζει

ξαγρυπνά

Αχ, σε θυμάμαι

Αχ, ζωή.


The changing sun

Thursday, June 7, 2007

Δύση

Κίτρινα παράθυρα

Όπως οι αναμνήσεις κίτρινα

Όπως οι σκυθρωποί, θαμμένοι άνθρωποι

Μωβ οι κουρτίνες μου

Σαν τις ελπίδες μου

Σαν τα μακρινά δάση που καρτετώ να μπω

Και ν’αφήσω ελεύθερη ψυχή

Κόκκινο πλήθος προχωρά

Κοιτάνε όλοι μακριά

Φωνάζουν, γελάνε κι αναστατώνουν

Τους ήσυχους πόθους μας

Αυτοί τους μαρτυράνε

Μια σκάλα που θ’ανέβαινε στον ουρανό

Για να κοιτάξω λίγο τ’αγγελούδια

Για να μου δώσουν ροζ φιλιά

Ροζ σαν τα χέρια σου

Τα παιδικά σου χέρια

Μπλε μνήμη σαν τη θάλασσα

Αναπολεί αγγίγματα ξένων

Που για λίγες νύχτες

Στοίχειωσαν τ’ όνειρο.

Και τα χρόνια περνούν

Α, περνούν.

Και μείς πού είμαστε;

Ποιοί είμαστε;

Και τα μαύρα νυχτοπούλια

Καρτερούν την ώρα κι αγωνιούν

Για να σου πάρουν την ψυχή

Μαύρα

Σαν την νύχτα μαύρα

Κι όλ’ αυτά που τα πονώ

Άσπρες φτερούγες σαν φορώ

Πετάω στα σύννεφα ψηλά

Και βλέπω το αίμα που τρέχει ρυάκι

Να μην ξεφύγει κανένα χεράκι

Από κακία και καλοσύνη

Από αγάπη μα κι απ’το μίσος

Και ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα

Στον ουρανό θα δω σημάδια

Να σε προσέχει όλη η γη

Και όλο το σκοτάδι

Κι όταν βγω

Χωρίς κορμί για να πονώ

Θα παραμείνω εκεί

Εκεί που θα με βλέπεις

Και θα σφυρίξω στα σκυλιά

Ζεστά να σε κρατάνε ζωντανό.

Και την ζωή παρακαλώ

Να δώσει λίγο ακόμα φως

Κι απ’ τη χαρά δεν καρτερώ

Παρά την αγκαλιά της

Λευκό κρασί θα πιω

Για να μεθύσω και να πω

Τραγούδια να χορέψω

Ποιήματα να αισθανθώ

Με μια φωνή

Γλυκιά φωνή

Και μια καρδιά

Μόνη καρδιά

Το θεό μου θα ρωτήσω

Όπως ρωτάει ο μπέμπης τη μαμά

Όπως ρωτάει ο εραστής

Αχ, μ’αγαπάς;

Σταυρό θα κάνω

Θα προσευχηθώ

Για έν’ αστέρι να λάμπει φωτεινό

Και να μου γνέφεις σαν τρελός

Τα χέρια να δίνεις να κρατώ

Μα θέε μου, όλος αυτός ο αέρας

Κρυώνω

Κρυώνει η ανθρωπότης

Το φάντασμά σου μ’ έχει αγκαλιά

Και με κρατάει σφιχτά, καλά

Για πάντα μες στην αγκαλιά

Και η ψυχή γαλήνια

Πώς βουτά...

Tao of Photography

Sunday, June 3, 2007

Ζωή δεν είμαι

Ακρίδα;

Ακρίδες

Ζαχαρωτά με πρόσωπο

Διάφανες υποσχέσεις

Κλείνω κλειδιά στη χούφτα της απάτης

Ανοίγω για λίγο

Κι ύστερα πάλι

Αλήθεια, αλήθεια, αλήθεια

Χαρά, χαρά, ευτυχία

Η παράνοια της λογικής

Της τρέλας μου σωσίβιο.

Βαθιά κρυμμένα στην ψυχή

Το τίποτα, η ανυπαρξία

Ο πόνος το βουνό

Το βουνό της συμφοράς

Αδέσποτα σκυλιά δαγκώνουν την αλήθεια

Κι όλη η αλήθεια είναι ο φόβος

Είναι η ντροπή.

Προσεύχομαι στον θεό

Είναι πάντα εδώ

Μου κρατάει σφιχτά το μυαλό να μην σπάσει

Να μην γίνει χίλια κομμάτια

Σιχαίνομαι, σε σιχαίνομαι

Θέλω να φύγω

Ν’απομακρυνθώ από το τέλος σου

Που θα ‘ναι μόνο η αρχή.

Φρικιαστική αρχή.

Ποιότητα ζωής.

Ποιας ζωής;

Ποιας γαμημένης, ποδοπατημένης ζωής;

Ζωή δεν είμαι.

Ζωή δεν νιώθω.

Όλα αβέβαια.

Να συγκρατώ συνέχεια λουλούδια κι οπτασίες

Ν’ αντέχω τους πόνους

Τους πόνους.

Τους ανελέητους ψυχικούς πόνους

Ποιας ψυχής;

Πόθων ασήμαντα σπαθιά

Παίζω, πετάω δίχως φτερά

Αγκάλιασέ με, σφίξε με ζεστά

Και πες μου ένα παραμύθι να ξεχάσω,

Ν’αποκοιμήσω τους χτύπους τους αληθινούς.


Lullaby

Monday, May 21, 2007

Στην αγκαλιά του χρόνου

Κοιτάξτε την πώς έρχεται σιγά

Το μαύρο της φόρεμα μακρύ

και η μορφή της

μιά να τρέχει προς τα πάνω

μιά να πέφτει προς τα κάτω

Χορεύει και το φόρεμα σαν φίδι

θέλει να δραπετεύσει

Τα μάτια της με κοιτούν

γεμάτα πόθο και θλίψη

Τι σε κάνει να φοράς πάντα μαύρα

και να φοβάσαι ν’ απλωθείς; την ρωτάω

Μα πάντα φοράω άσπρα, μου απαντάει

και συνεχίζει τον θλιμμένο της χορό.

Σαν με ρουφάνε οι καταρράκτες

θέλω να μένω για πάντα εδώ

ν’ αφήνομαι στην αγκαλιά του χρόνου

και να μου παίρνει όλες τις λύπες

και να τις ταξιδεύει

να τις αφήνει πίσω.

Χρειάζομαι λίγη αγάπη, λίγη αγάπη

την ακούω να ουρλιάζει από μακριά

κι η φωνή μου δεν βγαίνει

για να της πει νά ‘ρθει κοντά.

Έλα, μην μ’ αφήνεις, λέει κλαίγοντας

Καθισμένη, προσπαθεί να χωθεί ακόμα πιο μέσα

στο μαύρο φόρεμα

Κάνει τόσο κρύο, τόση παγωνιά

Το σώμα μου δεν μπορεί να σταματήσει να τρέμει.

Ακόμα και τα δάκτυλά μου

κι αυτά τρέμουν.

Μα εγώ δεν μπορώ να φύγω από εδώ, της λέω,

δεν μπορώ να σ’ αγκαλιάσω μόνο να σου μιλάω.

Αν κάνεις μιά κίνηση θα ζεσταθείς

Αν χορέψεις πάλι δεν θα ξανακρυώσεις, σήκω.

Μα ποτέ δεν έχω χορέψει, μου λέει

Έλα, θέλω να σε δω...

Και με κοιτάει σαν να βλέπει κάτι άλλο μέσα μου.

Αφού μέσα σου είμαι, μου λέει

Και μου χαμογελάει τόσο λίγο.

Και γιατί δεν θες να βγεις; την ρωτάω

Περνάω τόσο καλά εδώ, μου λέει.

Είναι όλα τόσο ήσυχα, τόσο απλά, ξεκουράζομαι.

Ναι, αλλά δεν μπορείς να μένεις πάντα μέσα μου.

Κάποτε πρέπει να βγεις.

Ανησυχώ για σένα, νιώθω να μ’ αφήνεις.

Κάποτε όλοι θα φύγουμε, μου λέει.

Τι σήμερα, τι αύριο;

Χάνεται μπροστά μου

και την βλέπω να ουρλιάζει

κι ύστερα να γελάει

και να με κοιτάει με λαγνεία

Δεν ξέρω, μου λέει.

Δεν ξέρω...

1986 - 1987 A Woman In The Shade

Wednesday, February 28, 2007

Πνοή

Πεταλούδες χωρίς φτερά.

Με κοιτάνε και πετάνε.

Τα φτερά είναι στην ψυχή λένε.

Δεν έχει σημασία αν δε φαίνονται.

Φύγε, φύγε, μου λένε.

Φύγε.

Πήγαινε εκεί που κανείς δε σε ξέρει.

Εκεί που μπορείς να γίνεις κάποιος.

Πήγαινε να γεμίσεις το κενό.

Να δώσεις ό,τι δε σου δώσανε.

Φωσφορίζουν τα μάτια τους.

Κολλάνε στα δικά μου.

Μα μην κλαις, μην κλαις, παραπονιούνται.

Μην πατήσεις ποτέ πάνω σ’ ανθρώπους.

Όχι, γιατί κινούνται.

Το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα

Δεν ξεθωριάζει.

Πάντα προβάλλει τις εικόνες μπροστά μου

Και μου θυμίζει πως υπάρχω.

Πως πρέπει να παλέψω.

Μου λεει πως πάντα θ’ αναζητώ

Κάτι καλύτερο για την ψυχή μου.

Για την ψυχή όλων των αθάνατων στιγμών

Που ζουν ακόμα μες στις ματιές μου.

Ψυχή αταίριαστη με τους κανόνες.

Κοιτάω τις μέρες μου να φεύγουν.

Βλέπω τις μέρες μου να έρχονται.

Μάγισσες, μάγοι, ξωτικά.

Αληθινές μορφές που ψάχνουν κατοικία.

Κι εγώ τις διώχνω

Γιατί δεν ξέρω.

Ποτέ δεν ήξερα.

Και οι μεγάλες οι φουρτούνες

Δε μ’ έφεραν αντιμέτωπη με καμία στεριά.

Και τα πανιά δεν τα φυσά ο αέρας.

Πρέπει εγώ με την πνοή μου να τα σπρώξω.

Πιο δυνατά για να δεχτώ.

Πιο δυνατά για να αντέξω.

Πρέπει να ζήσεις.

Πρέπει να πατήσεις γερά.

Να εμπιστευτείς αυτούς

Που ποτέ δε σ’ εμπιστεύτηκαν.

Σημαδεύω με τ’ όπλο

Το πρόσωπό μου στον καθρέφτη.

Κοιτάω μια άγνωστη μορφή.

Μία χαμένη προσωπικότητα.

Χτίζω τα τείχη πάλι απ’ την αρχή.

Θ’ αφήσω παράθυρα για να μπορώ να βλέπω.

Θα καθαρίσω τις βρωμιές.

Θ’ απολυμάνω τις πληγές

Και θα βουτήξω όταν το κύμα θα βουτά.

Και θα βουτήξω όταν το κύμα θα πετά.

Δεν έλειψα ποτέ απ’ τη φυλακή μου.

Είμαι καταδικασμένη να ζήσω για πάντα εκεί.

Αν δε διαλύσω τα σίδερα.

Αν δε σπάσω τα τείχη.

Αν δεν πετάξω για να βγω.

Ποτέ δε θα φύγω

Και καμιά θάλασσα δε θα γευτεί

Το πονεμένο μου μυαλό.