Κλάψαν οι μοίρες των καιρών μου Και τώρα μ’ άφησαν τα δέντρα της όμορφης ψυχής του σ’ εκείνο το μέρος που πάνε όσοι έχουν στα δάση πεταλούδες Αν αύριο όλα χάσουν τον καημό θ’ αφήσουν τ’ άρματα των καιρών ν’ αφήσουνε σημάδια τα κέντρα θα γίνουν απομόνωση κι η κανάτα θα γεμίσει μ’ αίμα τα χέρια και τα πρόσωπα που σε γυρίζουν θα γίνουν αλήθεια θα γυρνάς θα προσπαθείς να χάσεις τη λογική ή την τρέλα σου θα προσπαθείς να... διψώ διψώ για άλλους τόπους που τα όνειρα θα είναι ομορφιά
Τα δυνατά σου μάτια σπάνε τα κλειδιά και τα ξαναπλάθουν Τα σημάδια είναι παντού μα κοίτα στο πουθενά για να τα δεις Στη χώρα που δεν υπάρχει ούτε ψέμα ούτε αλήθεια υπάρχει γαλήνη Στη χώρα που οι δαίμονες γίνονται άγγελοι κι οι άγγελοι σπαθιά τραμακτικά σα σκίζουν τον αέρα Ένα ταξίδι στα απόμερα στα μέρη του χειμώνα ένα ταξίδι στους γκρεμούς θ' ακούς τη φωνή μου δυνατή θα σε προσεγγίσει, θα σε οδηγήσει μέσ' από μονοπάτια θα σε περάσει θα σ' ανταμείψει, θα σε γιατρέψει Στα νερά τα καθάρια θα σε ξεπλύνει Και θα σε φτάσει ακέραιο στη χώρα της σιωπής
Ήρθε ο καιρός για τα μεγάλα πνεύματα θ' ανυψωθούν δεν το νιωθεις ήδη το πόσο κοντά έχεις φτάσει; δε βλέπεις ήδη πως οι δρόμοι γυρνούν στριφογυρνούν χωρίς να καταλήξουν πουθενά; κι η θάλασσα η μεγάλη με τα φτερά στα βάθη της κρύβει αιώνια κι αρχαία μυστικά που δεν ακούγονται που δε μιλιούνται ανάσες δίνουν και καθοδηγούν στα αστέρια του βυθού δώσε μου ένα αστέρι να ανάψω να πιω το φως του και ν' αναγεννηθώ
Δεν ξέρω πού θέλει να πάει. Αισθάνεται κρύο, πάγος και όλο το μυαλό. Η βροχή στροβιλίζει πάλι τις αισθήσεις της. Δεν ξέρει πια ποια είναι. Μέσα στο χρόνο που γυρνά γυρνά κι αυτή σα ρόδα που έμαθε μόνη να κυλά κυλά, κυλά στα χρόνια. Δεν ξέρω πού είναι. Μου στέλνει μηνύματα από πολύ μακριά μα δεν καταφέρνω ποτέ να τα φτάσω. Μένω πάντα στη μέση πάντα στη μέση και μετά πάλι στην αρχή. Κι αυτή μου λέει Σιγά, σιγά έλα κοντά μου. Έλα με δύναμη, έλα με δύναμη κοντά μου. Μόνο έλα, έλα λίγο πιο κοντά μου.
Και περιμένεις Και επιμένεις Όλο τα ίδια λες Κι όλο τα ίδια κάνεις. Κάποτε μες στην ερημιά βρήκα μια πεταλούδα Κάποτε μέσα στη βρωμιά ασήμι βρήκα και χρυσό Μίλησε για παράξενα Μίλα γι’ αμφιβολίες Έλα σαν ήλιος κάθε πρωί Έλα σα σύννεφο σα μοναξιάσαν καταιγίδα μια βροχή μόνο μπορεί να με σώσει.
Έζησα στ’ αποκαΐδια της αλησμόνητης λέξης και πέρασα στα άδυτα του νου σου μόνο με μια δαμασκηνιά στα χέρια να με οδηγεί στις μυρωδιές από τα χάλκινα βρέφη σου να ζεστάνω λίγο τις παλάμες μου να ξαποστάσω λίγο όλες τις θύμησες όλες τις λέξεις που τύραννοι είναι πολεμούν για να ξεχάσουν τη μυρωδιά από τα άγρια μέρη που τριγυρίζουν οι φυγάδες που τρέχουν κυνηγημένοι απ’ τα αόρατα τέρατα των αιώνων αυτά που σε δείχνουν αυτά που κοιτάνε την κάθε ματιά σου η ζωή σου είναι τραγωδία και τα βουνά ξεπέσανε στους ώμους και πονάνε όλα τα κόκαλα σε όλο το κορμί που αφήνεις τα κέρατα να σαπίζουν και τραγουδάς ξένα τραγούδια και ψάχνεις λάθος βήματα ν’ ακολουθήσεις κι αγναντεύεις το τίποτα που είναι η ζωή σου αποκαλύπτεις τις έννοιες με τους δικούς σου ορισμούς κι αντιλαμβάνεσαι τη φάρσα ανακαλύπτεις την ανάσα σου
Πότε πέρασε ο χρόνος;
Κι ο χρόνος πώς θα ξαναρθεί ;
Σα να ’ταν χθες θυμάμαι τη μέρα
που μού ’πες πως θα εμφανιστείς.
Σα να ’ταν χθες θυμάμαι τη νύχτα
που τ’ όνειρο είδα ζωντανό.
Σαν ένα χθες το κάθε τώρα
κι εσύ ωριμάζεις σα φρούτο γλυκό.
Σαν αύριο, τώρα, χθες.
Σαν τα μυστήρια τ’ ανθρώπινων μυαλών.
Πού είσαι χρόνε ;
Καθώς περνάς γέλασε στην καρδιά μου...
Ένα μικρό αστεράκι μια φορά αποφάσισαν θεοί να μην πεθάνει. Σε όποια άκρη κι αν είσαι πάντα το ίδιο θα είναι. Γιατί δεν έχει σημασία. Ο πόνος κι η ευτυχία είναι ένα. Είναι το ίδιο. Και τα δύο μια πλάνη. Αλλά πρέπει πρώτα να μάθεις να ζεσταθείς και να κρυώσεις και να κοιμηθείς επιτέλους να κλείσεις τη φωνή σου και να ονειρευτείς τον κόσμο που σε παραμύθιαζε Που σε παραμύθι είσαι ακόμα εκεί είσαι μόνο αληθινή χωρίς τίποτα.
Είσαι κάνοντας βόλτες΄ κάθετα κινείσαι στον αγέρα και βλέπεις σα θάνατο΄ πετάς πάνω απ’ το βουνό πάνω από μένα΄ Ξεφεύγεις΄ περιπλανιέσαι σε δρόμους που ποτέ δεν είχες νιώσει. Δώσε μου το χέρι σου ν’ ανέβουμε μαζί. Μαζί.
Εδώ στο τέλος και στην αρχή Εδώ τα χάνεις όλα Εδώ προσεύχεσαι σιγά και μόνο η μουσική ακούει
Εδώ θα έρθεις και θα δεις μέσα στα κύματα θα νιώσεις και θα πεθάνεις κι άλλη μια φορά όμως νεκρή δε θα ‘σαι πουθενά
Μέσα στο πλήθος σέρνεται η μοναξιά και στη σιωπή ντύνεις ξανά τα πέπλα του κορμιού σου
Τα φυλαχτά σου κρατάς καλά Και στους μοναχικούς ανέμους πετάς και κλείνεις πια τα μάτια.
Και τώρα δες, δες πας ψηλά κι ας είσαι τόσο χαμηλά Κι άκου, άκου πώς ηχεί η αλήθεια Και πώς προφταίνει να νιώσει ευτυχία όποιος ακούει όποιος ακούει προτού μιλήσει
Σέρνω, σέρνω τα χρόνια Τα πληγωμένα χρόνια σέρνω μαζί μου Κι ακολουθάω, ακολουθάω την τρικυμία Και δεν προφταίνω να δω δε μένω τα νεκρά, νεκρά τα λόγια και δε θάφω, δεν ξεκουράζω τις νεκρές, νεκρές τις μέρες
Πώς αγαπώ, πώς αγαπώ τα ζωντανά τοπία αδημονώ, αδημονώ να δω τα μέλη όλα τα μέρη της τρικυμίας.
Έτσι είναι καλύτερα Εδώ μέσα στο φως Έτσι είναι αυτονόητα Ο σκοπός, το σύμπαν και ο δρόμος Εδώ μη σε ταράζει η σιωπή είναι η ησυχία είν’ οι φωνές των δέντρων των πουλιών που ξέρουνε τι λένε.
Καθένας γίνεται στο δικό του χώρο στο χρόνο το δικό του μη με πατάς μη μου στερείς την ομορφιά της πλάσης.